Είχα ξυπνήσει με βαρύ κεφάλι από την κραιπάλη της προηγούμενης βραδιάς. Χουζούρευα στο κρεβάτι. Έξω ο ήλιος είχε προ πολλού ανατείλει κι έστελνε τη θερμότητά του στην ταλαιπωρημένη πλάτη μου.
Ανοιγόκλεινα τα μάτια, ενημερωνόμουν για το πέρασμα της ώρας και σε σκεφτόμουν. Είχα μια περίεργη αίσθηση από χθες το βράδυ, πριν πέσω στο κρεβάτι με τα σημαδεμένα από έρωτα σεντόνια να αναδύουν ακόμη τη μυρωδιά σου, πως θα μου τηλεφωνούσες το πρωί, θα διένυες τα χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να παλέψουμε «σαν τίγρεις από βαζελίνη».
Μα εσύ δεν μ’ έχεις ανάγκη κι εγώ, που είμαι νεότερη, δεν νιώθω καθόλου «σπουδαία και ελεύθερη».
Κι όμως, η αίσθηση ότι υπάρχεις έτσι όπως υπάρχεις, με τα απειροελάχιστα που γνωρίζω για σένα, με γεμίζει. Όπως γεμίζει το κατά τ’ άλλα απέραντο διπλό κρεβάτι με το αξιοθαύμαστα σφριγηλό, μικρόν δέμας σου.
Το τηγάνι θα παραμένει και σήμερα δυσανάλογα μεγάλο για το μοναχικό γεύμα μου. Ευτυχώς που η Joni, ο David, ο Marc και ο Stephen θα περάσουν για λίγο να μου κρατήσουν συντροφιά…
Sunday, May 24, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment