
Κοιμήθηκα για να ξυπνήσω άλλη μια φορά. Όπως κάνουν οι
καλόγριες στο κεφάλι μου. Όπως ο
διάβολος στο ποτήρι μου. Τουλάχιστον έπαψα να ξυπνάω με στόχο να ξανακοιμηθώ... Αλλά ποιο το όφελος; Οι απαισιόδοξες σκέψεις μ΄ επισκέπτονται και πάλι. Καταδυναστευτικοί συνειρμοί ανεβαίνουν σαν παλίρροια για να ενισχύσουν την ανασφάλειά μου. Εφιάλτες παντού. Τα τερπνά όνειρα ξεχασμένα. Τα πλάνα θαμμένα, ανύπαρκτα. Το παρελθόν συσσωρεύεται, το μέλλον λιγοστεύει.
Δεν έμαθα τίποτε. Δεν άγγιξα τίποτε. Η γνώση, το κορμί σου, παραμένουν έννοιες ακατάληπτες. Μακρινές. Μετατεθειμένες στην επόμενη μετεμψύχωση.
Ερωτηματικά πέφτουν μηχανικά από τον γκρίζο ουρανό. Γιατί μετακόμισα; Ως πότε αυτή η πόλη; Κι ύστερα πού; Πώς; Μα οι απαντήσεις - κι αυτές με μορφή ερωτήσεων ανασύρονται εξίσου αυτόματα, χρόνια τώρα... Τι μου απέμενε; Πώς θα ζούσα εκεί; Πώς θ΄ άντεχα τα
στοιχειωμένα βράδια που όλες οι παραλλαγές της μορφής σου με περιγελούσαν; Πώς θα σιωπούσα τη φωνή της συνείδησής μου; Εκείνου του κτήνους που συγκάλυπτε την απουσία της αλήθειας μου και με πλήγωνε πιότερο;
Βγαίνω στο δρόμο. Οι νιφάδες χορεύουν στα φώτα μ΄ έναν τρελό ρυθμό, σαν μουσική σε i-pod νέγρου. Στο μεταξύ λευκοί νεαροί καρπώνονται την ενέργειά της και ψεκάζουν ακούραστα τους τοίχους. Πολύχρωμα γκράφιτι στο σκοτάδι. Το κρύο παγώνει το μυαλό μου. Η νύχτα μετριάζει τον πόνο μου καθώς βαδίζω μέσα της. Οι περιττές σκέψεις κυλούν στον
υπόνομο. Η αντανάκλαση του φεγγαριού στα βρόμικα νερά τις διατηρεί ζωντανές, στην επιφάνεια ανάμεσα στις χαραμάδες, για να αναρριχηθούν μαζί μου, στον έκτο όροφο, όταν επιστρέψω.
Τώρα μια νέα φωνή μου υπαγορεύει. Πήγαινε στα καπηλειά, πήγαινε να πιεις.
Σκοτεινοί θάλαμοι. Βρίσκομαι αντιμέτωπη με αρνητικά ειδώλων που προσμένουν την ευκαιρία να τυπώσουν την ασπρόμαυρη πραγματικότητά τους. Με καρδιά άστατη, με συνείδηση
ερμαφρόδιτη. Φαλλοί που ασφυκτιούν κλεισμένοι σε ανθυγιεινά σλιπ συγκλονισμένων μα αγνωμόνων
επιβητόρων. Θεέ μου, πώς επιβιώνουν μ΄ όλες αυτές τις
προσχολικές ενοχές και τις αγωνίες της
μακρόσυρτης εφηβείας τους; Μα τι αναρωτιέμαι; Ξέρω. Ή μάλλον τους παρατηρώ και υποψιάζομαι. Επικαλούνται μνήμες υπερφωτισμένες από ένα και μοναδικό κερί, όπως ακριβώς στις κινηματογραφικές ταινίες... Και αναλύουν: τη συμπεριφορά του καλλιτέχνη με το αντικείμενό του, την αλλαγή της βάρδιας στο πολιτικό παρασκήνιο, το
χρηματιστήριο των σχέσεών τους. Τα λόγια τους δεν ακούγονται παρά μονάχα απ΄ τ΄ αυτιά τους. Ηχούν σαν
υστερικά κρουστά και
σχιζοφρενικές τρομπέτες ψευδομινιμαλιστή. Η αλήθεια τους είναι εύθραυστη και προσαρμοσμένη στη δική τους, φτηνή βάση. Αισθάνονται όμορφοι, αλλά στα μάτια μου μοιάζουν με παγώνια που ξερνάνε. Οι αγωνίες τους δε συμμερίζονται τις δικές μου.
Λάμπω! Είμαι η Ζαν Ντ΄ Αρκ φλαμπέ και άγιες γροθιές με απειλούν.
Τρυφεροί κανίβαλοι με χαϊδεύουν. Με υγραίνουν. Μ΄ εγκαταλείπουν. Μ΄ αφήνουν με βαριά καρδιά να σέρνομαι στα τραγικά χειμωνιάτικα πάρκα, στους αυλόγυρους απειλητικών εκκλησιών. Προσμένω μάταια τον Χριστό-δράκο να με κρεμάσει σ΄ ένα γυμνό δέντρο, να με σταυρώσει ή να βρω τη δύναμη να δολοφονήσω τη μνήμη μου. Να πνίξω τις εξάψεις μου στο πρώτο παγωμένο κανάλι καταστρέφοντας την αταραξία του. Να τις συνθλίψω όπως οι μπότες μου το χιόνι στα πλακόστρωτα
πε(ζ)οδρόμια.
Κι όμως, σκέφτομαι ηδονικά τα δυο μου χέρια. Με το ένα γράφω φρικτές ιστορίες. Με το άλλο συμβάλλω στη λύτρωσή μου καθώς τις διαβάζω. Για συντροφιά έχω ένα κερί κι ένα πακέτο τσιγάρα με κίτρινο καπνό Βιρτζίνια.
«Είναι η εποχή που η λίμπιντο χρειάζεται λοβοτομή.»
Οι ορμές μου βρίσκονται
υπνωτισμένες στο κρεβάτι, αδυνατώντας να με εμπαίξουν. Κλείνουν τα μάτια τους στο χθες κι αχνοχαμογελώντας κοιμούνται. Όλη μου η ζωή είναι οι ώρες του ύπνου τους, όλη η μουσική η σιωπή του δωματίου, κι όλα τα χρώματα το λευκό των τοίχων.
Τα σύννεφα, μόνιμες σκιές, σαν
καμένα λουκάνικα. Η βροχή, ένα
κατούρημα διαρκές. Λες κι ο θεός πίνει γαλόνια μπύρας.